ληξιπύρετος

ληξιπύρετος
ληξιπύρετος
allaying fever
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ληξιπύρετος — και ληξοπύρετος ον (Α) αυτός που κάνει τον πυρετό να υποχωρήσει, που καταπαύει τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πυρετός (πρβλ. α πύρετος, ριγο πύρετος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ληξιπύρετον — ληξιπύρετος allaying fever masc/fem acc sg ληξιπύρετος allaying fever neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληξιπύρετα — ληξιπύρετος allaying fever neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”